Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Όχι άλλο ξενύχτι...

Ξενυχτάω!!! Πού είναι το νέο θα μου πεις! Έλα ντε, αυτό είναι πια παλιό, συνήθεια πολλών χρόνων ενός ανθρώπου που κάποτε έπεφτε για ύπνο με τις κότες και ξυπνούσε με τα κοκόρια, ενός παιδιού που αρχικά έπεφτε στις εννιά για ύπνο παρόλο το θόρυβο της τηλεόρασης στο διπλανό δωμάτιο, παρόλα τα δυνατά φώτα που διαχέονταν από τα τζάμια της διπλής πόρτας που χώριζε χώλ και υπνοδωμάτιο! Ναι λοιπόν, κάποτε κοιμόμουν μακάρια και σχετικά γρήγορα χωρίς να δίνω πολύ βάση στα δυο τρανζιστοράκια με τον οξύ, παραμορφωμένο ήχο, που έπαιζαν όλη τη νύχτα χάριν νανουρίσματος κάποιων μελών της οικογένειας. Και μετά ήρθε η ενηλικίωση, ο γάμος, η απόκτηση δυο παιδιών. Το έτερον ήμισυ κάλλιστα θα μπορούσε να ανήκει τότε σε κάποια συνομοταξία ζομποειδών καθότι μπορούσε να επιβιώνει με ελάχιστο ύπνο για πολλά χρόνια και μάλιστα αυτός ο ύπνος ήταν τόσο ελαφρύς που την παραμικρή κίνηση να έκανες δίπλα του, όπως πχ να αλλάξεις πλευρό, ξυπνούσε! Ήταν απίστευτα πολλές οι φορές που επέστρεφε χαράματα σπίτι μετά από πολύωρη εργασία (συμβαίνει στον τομέα των γραφικών τεχνών) και καθόταν κανα δυο ώρες στην τηλεόραση για να πλησιάσουν χαράματα και να πέσει για λίγες ώρες ύπνο, τέσσερις με πέντε το πρωί. Εγώ να ξυπνάω μες τη νύχτα, μες τα νεύρα που πάλι άργησε, που πάλι δεν μιλήσαμε, που πάλι θα περάσει ένα εικοσιτετράωρο χωρίς να έχουμε καμιά επαφή. Και τα παιδιά? Τα παιδιά του μοιάσανε σε αυτό και κοιμόντουσαν δύσκολα, ξύπναγαν εύκολα με τον παραμικρό θόρυβο, έτσι ώστε όταν μεγάλωσαν λίγο και κατάλαβαν τους ρυθμούς του, τον περίμεναν μέσα στη νύχτα και μόλις έμπαινε αυτός στο σπίτι, αυτά σηκώνονταν από τα κρεβάτια τους να τον χαιρετήσουν, να του μιλήσουν, γενικά να τον δουν! Άντε εγώ πάλι νεύρα που τα παιδιά δεν κοιμούνται, που σηκώθηκαν από το κρεβάτι τους χωρίς να υπολογίσουν πως τα έβαλα για ύπνο και το εννοούσα όταν τους έλεγα να κοιμηθούν κι αυτά χάζευαν μες στο σκοτάδι περιμένοντας τον πατέρα τους. Μετά ήρθαν κάποιες ισορροπίες στη ζωή μας. Ο Βασίλης δεν ξενύχταγε τόσο, δεν δούλευε με αυτούς τους ρυθμούς, ερχόταν από νωρίς σχετικά στο σπίτι, τα παιδιά όσο και δυσκολία να είχαν μπήκαν σε κάποιο πρόγραμμα γιατί εν τω μεταξύ ξεκίνησαν να πηγαίνουν σχολείο….όλα καλά!
Μέχρι που ήρθε το 2006 και μετακομίσαμε στο σπίτι που αγοράσαμε από το 2005. Τα παιδιά στην πιο δύσκολη ηλικία, στην εφηβεία, με πολλά θέματα και με ένα ίντερνετ που πια το είχαμε φθηνό και πολύ και έκαναν κατάχρηση! Και τις ώρες που έλειπα και τις ώρες που κοιμόμουν. Κι έτσι ο ύπνος μου απέκτησε ένα ανήσυχο υποσυνείδητο που με έκανε να ξυπνάω αμέτρητες φορές μέσα στη νύχτα και να τσεκάρω τι έκαναν τα παιδιά, με ποιον μιλάνε, τι λένε….δυο παιδιά που το καθένα για τους λόγους του έβρισκαν διέξοδο εκεί….μέχρι τις μία δύο μετά τα μεσάνυχτα, όμως για μένα τότε ήταν εξωφρενικά προχωρημένες ώρες…και ίσως είναι εξωφρενικά προχωρημένες.
Ο καιρός περνούσε, τα θέματα ένα ένα κοιτάγαμε να τα λύσουμε, άρχισα κι εγώ να ακολουθώ τα ίχνη τους σε σελίδες διάφορες με ψεύτικα και αληθινά προφιλ κλπ κλπ….

Ήταν τόσα τα θέματα και οι έγνοιες, τόσες οι κουβέντες μέσα στη νύχτα, τόση η προσπάθεια να τα πλησιάσω και να τα κάνω να μου ανοιχτούν, που η νύχτα ξαφνικά έγινε ο ασκός του Αιόλου για μένα, η δύσκολη στιγμή της μέρας, η στιγμή που το μυαλό κουράζεται από τη λούπα της έγνοιας, της φοβίας, της πίκρας, της θύμησης. Όλα σε ένα τσουβάλι υπέρβαρο σε κάποιο σημείο του μυαλού μου….
Από τότε είμαι αυτή που γυρίζω σαν το φάντασμα μες τη νύχτα, ενώ οι άλλοι κοιμούνται,πρώτος ο Βασίλης μετά μακάριου ροχαλητού που δεν με βοηθάει και κάποια στιγμή και τα παιδιά.
Εγώ έγινα το στοιχειό της νύχτας…Όποτε προσπαθώ να πιέσω τον εαυτό μου να κοιμηθεί, στριφογυρίζω σαν τρελή και τρέχουν σκέψεις στο μυαλό μου για να πεταχτώ κάποια στιγμή ελατήριο με κομμένη την ανάσα, να ανάψω το φως, την τηλεόραση, το λαπττοπ και πάει λέγοντας….μέχρι που το πρώτο φως της μέρας να φανεί μέσα από τις γρίλιες, τα πουλάκια στις πέντε ακριβώς να τιτιβίζουν και μετά να περάσει το πρώτο λεωφορείο αυτό που περνάει μπροστά από το δρόμο μας……………………………………………………………………………………..