Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

before midnight stories

Βράδυ μετά τις δέκα, σχεδόν όλοι στο μαγαζί κι αβέβαιο πότε θα φύγουμε. Εγώ περιμένω να μου πει ο Β πότε θα πάω στο κέντρο σε κάποιον συνεργάτη μας (πάλι νυχτερινό δρομολόγιο με τ' αμάξι), ενώ φτιάχνει προβληματικά ή χαλασμένα μηχανήματα, βάζει προγράμματα, σκοτώνει ιούς κλπ. Η Γ στο γραφείο σχεδιάζει ένα έντυπο-τιμοκατάλογο για εταιρεία με κουλουράκια και σφολιάτες και ταυτόχρονα μιλάει στο τηλέφωνο για κάτι που δεν καταλαβαίνω. Αρχίζω να φρικάρω, ρωτάω αν με παίρνει τουλάχιστον ο χρόνος για μια παρτίδα σκραμπλ ή σκάκι στο ίντερνετ και τότε η πλήρως απορροφημένη Γ σε δύο πράγματα, γυρίζει απότομα και φωνάζει "όχιιιιι, τελειώνω σε πέντε λεπτά και θέλω να πάμε έξω να περπατήσουμε για λίγο να ξελαμπικάρω"
Και ξεκινάμε λοιπόν έναν μικρό περίπατο με προορισμό το μικρό καφέ στη γωνία, ή το ζαχαροπλαστείο στην άλλη γωνία αλλά δυστυχώς διαπιστώνουμε πως και τα δυο είναι κλειστά. Ανοιχτά είναι το εστιατόριο μπροστά στο πάρκο -αδιάφορο εκείνη τη στιγμή-, ένα παντοπωλείο γνωστής αλυσίδας που μένει μέχρι αργά το βράδυ κι ένα μανάβικο δίπλα του.
Πάμε να πάρουμε καμιά σοκολάτα από το παντοπωλείο; με ρωτάει η Γ. Οκ, της απαντάω, κάτσε πρώτα να πάρω κανα φρούτο που έχουμε ξεμείνει. Έπεσε το μάτι μου σε κάτι φανταστικά μανταρίνια, κάποιες ζουμερές βανίλιες και φράουλες. Όταν έβαζα φράουλες ο μανάβης με προτρέπει να πάρω από αυτές που είναι μέσα. Όντως είχαν μεγάλη διαφορά. Έμοιαζαν να τις έχουν κόψει εκείνη τη στιγμή. Τέλειες, μεγάλες, κατακόκκινες. Πήρα και κάτι μπανάνες και σίγουρη πως έχω αρκετά χρήματα στο πορτοφόλι μου πάω να πληρώσω.
Και διαπιστώνω πως δεν έχω πολλά. Αρχίζω να κοκκινίζω, να γίνομαι αμήχανη, μετά από κάποια δευτερόλεπτα κοκομπλόκο ρωτάω τη Γ μπροστά στο μανάβη αναγκαστικά αν έχει χρήματα γιατί τα δικά μου τα ξέχασα σπίτι. Έχω, μου λέει κι ανακουφίζομαι αυτόματα.
Ο ευγενέστατος μανάβης μου λέει: "Σιγά το πράγμα αν ξεχάσατε τα χρήματα. Το μόνο εύκολο να αντιμετωπίσουμε. Εδώ είμαστε γειτονιά, γνωριζόμαστε, μπορούμε να εξυπηρετήσουμε, να καταλάβουμε. Δεν είμαστε μεγάλο market να περάσετε μπροστά από τον υπάλληλο και να έρθετε σε δύσκολη θέση".
"Έχετε  δίκιο απαντάω, είναι όμορφο να υπάρχει αυτό, έτσι ήταν παλιά και ήταν καλύτερα"
"Ήταν καλύτερα για όλους μας, τα καινούρια μεγάλα μαγαζιά εξυπηρετούν μόνο αυτούς που τα έφεραν, τις πέντε-δέκα μεγάλες οικογένειες που συσσωρεύουν όλο τον πλούτο"
Και μιλήσαμε για λίγο ακόμη, για την κρίση, για την πολιτική και νιώθοντας αλληλέγγυοι και αποφασισμένοι πως πρέπει να αλλάξουμε και να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον οι συνάνθρωποι, είπαμε την καληνύχτα μας.