Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Αργία μήτηρ πάσης κακίας

Στην Αμάρυνθο μια μέρα έβρεχε. Σιγά το πράγμα θα πεις, αλλά αν είναι καλοκαίρι και είσαι παιδάκι είναι μεγάλο πλήγμα που δε μπορείς να βγεις έξω να παίξεις, ή να πας στην παραλία κλπ. Κι έτσι λοιπόν για μένα και τον οκτάχρονο Δημητράκη, τον πρώτο μου έρωτα, ήταν μια μελαγχολική και βαρετή μέρα που έπρεπε να την περάσουμε στο μπαλκόνι του ενοικιαζόμενου που μέναμε και να υποστούμε τη σπαστική παρέα της μικρής του αδερφούλας και του εκνευριστικού γιου του ιδιοκτήτη. Ναι, ναι, είχαμε κάνει τη μικρή μας κλίκα και μέσα δε χώραγε κανείς. Κι εκείνη τη μέρα αφού ξεφορτωθήκαμε κακείν κακώς τα ενοχλητικά ζιζάνια, καθήσαμε στη βεραντα και χαζεύαμε τη βροχή και τις αναχωρήσεις-αφίξεις των πούλμαν ακριβώς από κάτω που ήταν ένας μικρός σταθμός. Και να μια κυρία κάθεται σε ένα τραπεζάκι, ακριβώς κάτω από τα κεφάλια μας που προσπαθούσαν να χωθούν αν είναι δυνατόν, ανάμεσα στα κάγκελα. Κοιτάμε κάτω, κοιτάμε πάνω, κοιτάμε ευθεία στον ορίζοντα τη θάλασσα...ξεφυσάμε!!! κοιταζόμαστε, κοιτάμε τον τοίχο...ωπ! ένα τεράστιο σαλιγκάρι. Το πάιρνει ο Δημητράκης, το κοιτάει καλά καλά, βγάζει το χέρι του έξω από τα κάγκελα, το κεντράρει και σε κλάσμα δευτερολέπτου το καημένο και καλοθρεμμένο σαλιγκαράκι είχε γίνει μια τεράστια σαλιγκαρόπαστα στο κέντρο του τραπεζιού της κυρίας που πετάχτηκε ελατήριο επάνω και ακαριαία έστρεψε το βλέμμα της προς εμάς που τρέχαμε λούηδες για τα δωμάτιά μας...