Τρίτη 20 Μαΐου 2014

στις δώδεκα

Και μπήκα κάπου. Σε αυτό το κάπου υπήρχαν τα πράγματά του. Και σε εμφανές σημείο δυο βιβλία, ένα μεγάλο κι ένα πιο μικρό. Με όμορφα σχέδια στο εξώφυλλο. Διαφορετικά σε κάθε βιβλίο. Και άνοιξα το πρώτο. Και είδα τον εαυτό μου σε μικρή ηλικία. Ασπρόμαυρη φωτογραφία, παρόμοια με κάποια άλλη που είχα. Κατάλαβα πως κι αυτή είχε τραβηχτεί ταυτόχρονα μα δεν την είχα δει ποτέ, απλά γιατί την είχε πάρει αυτός. Και προχωρούσαν οι σελίδες και με έβλεπα σε φωτογραφίες μεγαλύτερη και συγκινήθηκα. Όχι γιατί έβλεπα εμένα αλλά γιατί κατάλαβα πόσο με σκεφτόταν τελικά, πόσο συνυπήρχε με τα βουβά κομμάτια από τη ζωή μου. Ένιωσα πως υπήρχε πάντα στη ζωή μου γιατί υπήρχα στη σκέψη του. Στο ενδιαφέρον του. Υπήρχαν οι εικόνες μου στο σπίτι του. Και μετά άλλες κι άλλες και προχώρησα στο δεύτερο βιβλίο που ήταν κομμάτια καθημερινότητας. Σα να τα είχε αποσπάσει κλεφτά από τη ζωή μου. Σαν σταματημένα καρέ από βίντεο. Σαν στιγμιότυπα που τράβηξε ενώ με κοίταζε από μακριά. Και τι περίεργο. Είχε μαζέψει τα πιο σημαντικά στοιχεία και κομμάτια. Ήξερε τα πάντα για μένα... με ήξερε. Και τότε ήρθε το μήνυμα στο κινητό. Κι έπρεπε αν φύγω. Έπρεπε να γυρίσω και να προσποιηθώ πως δεν είδα τίποτα, πως δεν ξέρω τίποτα, τουλάχιστον μέχρι να το ξεκαθαρίσω μέσα μου, μέχρι να βάλω σε μια τάξη τα ανάκατα συναισθήματα που ξεπηδούσαν όπως τα κομμάτια της λάβας. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν. Και αυτό που σκεφτόμουν ήταν δυο χέρια νευρικά που ανάμεσα σε αποφάγια και λερωμένα πιάτα έπαιρνε την ψύχα από το μισοφαγωμένο ψωμί, την έκανε μπαλάκια και την πέταγε δώθε-κείθε. Ένα σώμα σε ένταση και δυο μάτια που απέφευγαν να κοιτάξουν. Και όταν τον ρώτησαν αν είδε, είπε: "όχι". Και με άφησε έτσι απλά στην παγωνιά και στο μούδιασμα. Στην τρύπα που με τραβούσε και με κατάπινε. Στον πόνο και στο λυγμό. Και οι υπόλοιποι ένιωσαν ελεύθεροι. Άκουσαν αυτό που ήθελαν. Δεν είχε να κάνει με αυτούς. Κι αυτό ήταν αρκετό. Αρκεί που δεν είχε να κάνει με αυτούς. Ήταν δώδεκα η ώρα περίπου και μάλλον η σκέψη του κάπου πήγε, κάπου απλώθηκε...γι αυτό...

Δυο παρασόλια

Θα χαλαστώ εγώ που ο καιρός είναι μουντός, με αρκετή βραδινή ψύχρα και υγρασία; Θα χαλαστώ που βρέχει και βάζω κλειστά παπούτσια και ζακέτα; ΠΟΤΕ!!! ... ευκαιρία για ψάξιμο ομπρέλας που αποτελεί το φετίχ μου, είτε είναι καλοκαίρι, είτε χειμώνας, τρελλαίνομαι για ομπρέλες. Με δερμάτινα ή ξύλινα χερούλια, μονόχρωμες ή με σχέδια, σπαστές ή όχι, μικρές ή μεγάλες, επώνυμες ή ανώνυμες. Ψάχνω λοιπόν για ομπρέλα βροχής και δεν πειράζει! που θα πάει; σε λίγες μέρες θα ψάχνω όχι μόνο για ομπρέλα παραλίας αλλά και ομπρέλα κήπου... έτσι, για να επιβεβαιώσω και το μπλογκικό μου παρατσούκλι. Δυο παρασόλια, δυο ομπρέλες ήλιου που είναι ο κόσμος όλος... ο κόσμος μου!