Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Δεν ξεχνώ...

Του Προφήτη Ηλία έγινε η εισβολή στην Κύπρο, μα πώς γίνεται να μην το θυμάμαι. Η μητέρα μου περίμενε τον αδερφό της να έρθει για μεσημεριανό. Του είχε φτιάξει το αγαπημένο του φαγητό, γεμιστά, και ήθελε να του ευχηθεί κι από κοντά για τη γιορτή του. Από το πρωί ακούγαμε διάφορα στο ραδιόφωνο που εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα πέραν της γενικής αναστάτωσης. Κάποια στιγμή πέρασε η φίλη μου από το σπίτι και ζήτησε την άδεια από τη μητέρα μου να με πάρει μαζί της για παρέα μέχρι το φούρνο που πήγαινε για ψωμί. Είναι η σκηνή που θυμάμαι πιο έντονα. Οι δρόμοι ήταν σχετικά άδειοι, ήταν γενικά αραιοκατοικημένο τότε το Γαλάτσι, αλλά πολλοί είχαν φύγει και για διακοπές. Η φίλη μου, περίπου τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη είχε αντιληφθεί πολλά περισσότερα από μένα ακούγοντας από το πρωί ραδιόφωνο αλλά και συζητήσεις μεγάλων. "Δε φοβάσαι;"  με ρώτησε. " Όχι" της είπα. "Κάνε την προσευχή σου καημένη μου να μη μας ξεπεταχτεί από τη γωνία κανένας τούρκος, τη βάψαμε" είπε.. Εκεί πάγωσε το αίμα μου. Βρισκόμασταν στη μέση μιας αλάνας από την οποία κόβαμε δρόμο κι ένιωσα ξαφνικά να γίνονται όλα τεράστια γύρω μου, έρημα κι εγώ με κομμένα πόδια απ' το φόβο να έχω μείνει ακίνητη. Πήγα να βάλω τα κλάματα, έπαθα πανικό αλλά αμέσως με καθησύχασε, δε θυμάμαι πως. Προφανώς  θα μου είπε πως έχουν πολύ δρόμο οι τούρκοι μέχρι να φτάσουν στη γειτονιά μας. Όταν γυρίσαμε είχαν έρθει ήδη στο σπίτι όλα τούμπα. Ο θείος μου τηλεφώνησε πως δε θα έρθει γιατί θα παρουσιαζότανε στο στρατό που τον καλέσανε και ο πατέρας μου είχε ήδη γυρίσει, νωρίτερα απ' τη συνηθισμένη ώρα, κι έκανε διάφορα τηλέφωνα. Ήταν έξαλλος, αναψοκοκκινισμένος και τα έβαζε με τη μητέρα μου που τον φόρτιζε παραπάνω με τα κλάματά της και τις φωνές της: "που θα φύγεις;" , "που θα πας" κλπ... έκανε σα να επρόκειτο να τον εκτελέσουν σε μια ώρα. Τελικά ο πατέρας μου δε χρειάστηκε να πάει πουθενά εκείνη τη στιγμή. Πήγε στην Κύπρο λίγο αργότερα, μετά το κακό, για κάποιες εκδηλώσεις συμπαράστασης.  Και η μάνα μου ήταν στα μαύρα χάλια τώρα για το Θείο που γύρισε σχετικά γρήγορα πίσω. Μακάρι έτσι αναίμακτα να ήταν και για το λαό της Κύπρου, που αιματοκυλήστηκε, προδώθηκε, κόπηκε στα δυο και μάζευε για πολύ καιρό τα κομμάτια του από εκείνο  το Σάββατο, του Προφήτη Ηλία, το 1974, που ήμουν σχεδόν έξι χρονών και φοβήθηκα μήπως ξεπεταχτεί από τη γωνία κανένας τούρκος...