Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Κυριακή

Χτες ήταν η τελευταία μέρα μιας έκθεσης στην οποία έλαβε μέρος το βλαστάρι και σήμερα είχα την τιμή να βοηθήσω στο να ξεστηθεί και λέω είχα την τιμή γιατί η έκθεση αυτή ήταν συντονισμένη από πολύ σπουδαίους ανθρώπους, που κόπιασαν μόνο και μόνο για να βοηθήσουν νέα παιδιά. Όταν λοιπόν βλέπεις τόσο σημαντικά άτομα να δίνουν χρόνο από τον λιγοστό ελεύθερο που τους μένει, να κοπιάζουν ακόμη και για πρακτικά θέματα όταν δεν τους μένει και πολύ αντοχή από τα δικά τους τρεξίματα και δεν περιμένουν τίποτα για αντάλλαγμα, το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να βάλεις ένα χεράκι βοηθείας. Ειδικά αν οι εθελλοντές είναι λίγοι λόγω δυσκολιών. Κι έτσι γύρω στις δώδεκα με δωδεκάμιση το μεσημεράκι ήμουν ένα παπί που φοβόταν μην πάθει πνευμονία όταν βγήκα από τον εκθεσιακό χώρο και φύσαγε ένα ψυχρό αεράκι.
Καθώς όμως δεν είμαι και τόσο από ζάχαρη μετά από λίγο όλα ήταν οκ και πήγαμε μια μεγάλη βόλτα που κατέληξε στο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο για άλλη μια φορά. Χαλαρώσαμε αγναντεύοντας το πέλαγος, τσιμπήσαμε κάτι στα γρήγορα και γυρίσαμε.
Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι τώρα είμαι σε μια ηρεμία και θαλπωρή που σπάνια Κυριακή  έχω νιώσει. Συνήθως οι Κυριακές χαλάνε από ένα συναίσθημα πως the party is over ( από την παιδική μας ηλικία αυτό συνέβαινε όταν καταναγκαστικά έπρεπε να πάμε νωρίς για ύπνο και όταν από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο δεν ακουγόταν τίποτα άλλο παρά αθλητικά). Απλά ένιωσα υπέροχα γιατί και ο Βασίλης ένιωθε υπέροχα, γιατί έφτιαξε την πιο υπέροχη μακαρονάδα που έχω φάει ποτέ για βραδινό και γιατί παίζει ακόμη μέσα στο στουντιάκι του όμορφες μελωδίες. Ναι αγάπη μου, τώρα ξέρω γιατί σε παντρεύτηκα...γιατί δεν θα μπορούσα ποτέ να παντρευτώ κάποιον που παρακολουθεί αθλητικά τις Κυριακές.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Αγαπημένο απόσπασμα ξανά



Πώς έγινες ποιητής μπαμπά?

Ήμουν μικρός, νεότερος, οκτώ με εννιά, ήμουν με τη μητέρα μου, την αγαπούσα τόσο… Είμασταν στου θείου Τζιουστίνο.  Ξέρετε τι έγινε?

Τι?

Ένα μικρό πουλάκι πέταγε, κελαηδούσε, κατέβαινε…όλο και πιο χαμηλά. Κι έκατσε πάνω στο δεξί μου ώμο. Ορκίζομαι! Διάλεξε εμένα ανάμεσα από τόσο κόσμο. Φοβόμουνα μη φύγει κι έτσι έκανα το δέντρο. Δεν κουνιόμουν καθόλου. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει ή μάλλον να φτερουγίζει. 

Και μετά?

Έφυγε μακριά. Ήθελα να το πω στη μητέρα μου. «Μαμά, ένα πουλάκι, πετώντας και καλαηδώντας…έκατσε στον ώμο μου για πάνω από μια ώρα»

Εκείνη είπε  «Νόμιζα πως έγινε κάτι σοβαρό» και συνέχισε την κουβέντα.

Αυτό ήταν κακία της γιαγιάς, δεν της άρεσαν τα πουλάκια?

Όχι δεν ήταν κακιά και της άρεσαν τα πουλάκια. Δεν ήταν αυτή, ήμουν εγώ. Εγώ έφταιγα που δεν είπα την ιστορία σωστά, που δεν την έκανα να το νιώσει. Ήμουν τόσο ταραγμένος που είπα στον εαυτό μου… «πρέπει να υπάρχει μια δουλειά που να χρησιμοποιείς τις σωστές  λέξεις να βάζεις τα πράγματα σε μια σειρά… που όταν χτυπάει η καρδιά σου, να κάνεις και των άλλων να χτυπάει.  Εκείνη την ημέρα αποφάσισα να γίνω ποιητής.

Χτυπάει η καρδιά μου μπαμπά, της γιαγιάς όμως?

Αν οι λέξεις δεν είναι οι σωστές, τότε όλα είναι λάθος.

Attilio de Giovanni (the tiger and the snow)