Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Ο ήλιος των Χριστουγέννων

Έρχονται Χριστούγεννα, μα πριν λίγες ημέρες κιόλας η εποχή έμοιαζε με καλοκαίρι. Δεν έχουν αλλάξει τελευταία οι εποχές όπως λένε. Θυμάμαι στην παιδική μου ηλικία έναν παρόμοιο χειμώνα. Μια υπέροχη ημέρα, ηλιόλουστη, σχεδόν ανοιξιάτικη, κι ας ήταν παραμονή των Χριστουγέννων. Ήμουν μικρούλα,στις πρώτες τάξεις του δημοτικού και είχα ξεκινήσει από το πρωί να πηγαίνω από πόρτα σε πόρτα για να πω τα κάλαντα. Σίγουρα μαζί με κάποια φίλη μου, στην πορεία ίσως και μόνη μου. Σε μια όμορφη γειτονιά με μονοκατοικίες και κήπους. Στους περισσότερους από αυτούς υπήρχαν τριανταφυλλιές σε όλα τα χρώματα, βοκαμβίλιες και ελιές μπροστά στα πεζοδρόμια. Οι πόρτες σχεδόν πάντα ανοικτές, σου έλεγαν "να τα πείτεε", πριν ακόμη προλάβεις να χτυπήσεις το κουδούνι ή να τους ρωτήσεις..."Καλήν ημέρα άρχοντες..." λέγαμε κλπ κλπ... Κάποια στιγμή κατά το μεσημέρι μια γλυκιά κούραση απλώθηκε στο παιδικό μου σώμα, και το πουγκί που κουβαλούσα είχε γεμίσει χρήματα. Πόσο χαρούμενη ήμουν. Αποφάσισα να γυρίσω προς το σπίτι, όταν στα μισά του δρόμου είδα τη μαμά να έρχεται, ντυμένη ανάλαφρα, καθώς πραγματικά ακόμη η λιακάδα ζέσταινε τα πάντα, όμορφη, περιποιημένη, με τα τακουνια της, ήρεμη, και με μια απαλά φευγάτη έκφραση σα να ήθελε να απολαύσει τη στιγμή. Έτρεξα με λαχτάρα κατα πάνω της, γλυκιά έκπληξη από τις λίγες, η μαμά σπάνια τα έκανε αυτά. Λίγος κόσμος ακόμη στην περιοχή μας τότε, ένα γύρο να έκανες για να ψάξεις κάποιον, ήταν πολύ πιθανόν να τον βρεις. Βγήκε να με βρει, και με πήρε να πάμε στη μεγάλη πλατεία κοντά στην εκκλησία. Πριν φτάσουμε εκεί, περάσαμε μπροστά από το βιβλιοπωλείο κοντά στο σχολείο. Το βιβλιοπωλείο αυτό ήταν το αγαπημένο μαγαζί των παιδιών τότε. Κάθε βιβλιοπωλείο. Για τα βιβλία με εικόνες, για τα μπλοκ ζωγραφικής και τις μπογιές, τα μυθιστορήματα, τα όμορφα μολύβια και άλλα τόσα. "Θέλω να πάρω παραμύθια μαμά, με τα χρήματα που έβγαλα από τα κάλαντα" ... Μπήκαμε και ούτε θυμάμαι πόσα παραμύθια πήρα. Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι είναι ένα παγκάκι σε μια πλατεία με μπόλικο πράσινο, ήλιο και λίγους περαστικούς κι εμένα να ακούω τη μαμά μου να μου διαβάζει τα παραμύθια που μόλις είχα αγοράσει από το βιβλιοπωλείο. Η αίσθηση που είχα μοιάζει πολύ με αυτήν της φωτογραφίας, κι ας ήμουν σε εξωτερικό χώρο

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Τώρα ξέρω ...

(Ξύπνησα αιφνίδια στις 12, μετά από ένα πολύ ζωντανό όνειρο ατις 20 Μαϊου το 2014. Χαίρομαι που το κατέγραψα και υπάρχει εδώ στο μπλογκ μου. Ποτέ δε φαντάστηκα πως προμήνυε πολλά για το μέλλον μου....) ---------------------------------------------------------------------------- Και μπήκα κάπου. Σε αυτό το κάπου υπήρχαν τα πράγματά του. Και σε εμφανές σημείο δυο βιβλία, ένα μεγάλο κι ένα πιο μικρό. Με όμορφα σχέδια στο εξώφυλλο. Διαφορετικά σε κάθε βιβλίο. Και άνοιξα το πρώτο. Και είδα τον εαυτό μου σε μικρή ηλικία. Ασπρόμαυρη φωτογραφία, παρόμοια με κάποια άλλη που είχα. Κατάλαβα πως κι αυτή είχε τραβηχτεί ταυτόχρονα μα δεν την είχα δει ποτέ, απλά γιατί την είχε πάρει αυτός. Και προχωρούσαν οι σελίδες και με έβλεπα σε φωτογραφίες μεγαλύτερη και συγκινήθηκα. Όχι γιατί έβλεπα εμένα αλλά γιατί κατάλαβα πόσο με σκεφτόταν τελικά, πόσο συνυπήρχε με τα βουβά κομμάτια από τη ζωή μου. Ένιωσα πως υπήρχε πάντα στη ζωή μου γιατί υπήρχα στη σκέψη του. Στο ενδιαφέρον του. Υπήρχαν οι εικόνες μου στο σπίτι του. Και μετά άλλες κι άλλες και προχώρησα στο δεύτερο βιβλίο που ήταν κομμάτια καθημερινότητας. Σα να τα είχε αποσπάσει κλεφτά από τη ζωή μου. Σαν σταματημένα καρέ από βίντεο. Σαν στιγμιότυπα που τράβηξε ενώ με κοίταζε από μακριά. Και τι περίεργο. Είχε μαζέψει τα πιο σημαντικά στοιχεία και κομμάτια. Ήξερε τα πάντα για μένα... με ήξερε. Και τότε ήρθε το μήνυμα στο κινητό. Κι έπρεπε αν φύγω. Έπρεπε να γυρίσω και να προσποιηθώ πως δεν είδα τίποτα, πως δεν ξέρω τίποτα, τουλάχιστον μέχρι να το ξεκαθαρίσω μέσα μου, μέχρι να βάλω σε μια τάξη τα ανάκατα συναισθήματα που ξεπηδούσαν όπως τα κομμάτια της λάβας. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν. Και αυτό που σκεφτόμουν ήταν δυο χέρια νευρικά που ανάμεσα σε αποφάγια και λερωμένα πιάτα έπαιρνε την ψύχα από το μισοφαγωμένο ψωμί, την έκανε μπαλάκια και την πέταγε δώθε-κείθε. Ένα σώμα σε ένταση και δυο μάτια που απέφευγαν να κοιτάξουν. Και όταν τον ρώτησαν αν είδε, είπε: "όχι". Και με άφησε έτσι απλά στην παγωνιά και στο μούδιασμα. Στην τρύπα που με τραβούσε και με κατάπινε. Στον πόνο και στο λυγμό. Και οι υπόλοιποι ένιωσαν ελεύθεροι. Άκουσαν αυτό που ήθελαν. Δεν είχε να κάνει με αυτούς. Κι αυτό ήταν αρκετό. Αρκεί που δεν είχε να κάνει με αυτούς. Ήταν δώδεκα η ώρα περίπου και μάλλον η σκέψη του κάπου πήγε, κάπου απλώθηκε...γι αυτό...