Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025
Γκουρού
Είναι η εποχή της συνδρομής. Μια τόσο δα μικρούλα συνδρομή για τόσα πολλά που θα πάρεις από το διαδικτυακό υλικό της μορφής που σε κοιτά από την οθόνη. Απευθύνεται σε σένα σε πρώτο ενικό πρόσωπο, για να έχεις την ψευδαίσθηση πως σου μιλά προσωπικά.
Και λέει, λέει... Ουσιαστικά λέει τον πόνο της η μορφή αυτή. Και θυμώνει, και φουντώνει, γιατί έχει συναισθήματα, και τραύματα και ψυχολογικά προβλήματα. Δεν έχει προλάβει να μεταλλαχθεί σε a.i. Και λέει, λεέι, τον πόνο της. Κι εσύ νομίζεις πως ακούς συμβουλές. Στην ουσία ακούς αυτά που σέρνει η εποχή αυτή της αποδόμησης, της λήθης, και της προσωπικής ξεγύμνωσης. Ακούς αυτά που ξερνάει σα χολή, και αυτά που προβάλλει σε σένα, για να σε διδάξει. Προσπαθεί να διδάξει τον εαυτό της όμως, τα ίδια και τα ίδια λάθη. Κάπου εκεί είσαι εσύ είσαι ο μαθητής και τροφοδότης σε ένα περίεργο κύκλο. Με κραυγές, με προσβολές, με καλυμμένη γλυκύτητα ενίοτε. Σαν κακός φίλος, σαν κακιά μάνα, σαν κακός δάσκαλος.
Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025
Παρασκευή 30 Μαΐου 2025
Ιστορία από τα λιντλ, ή απ'το τσατ γτπ
«Στα χνάρια του άλλου»
Το πάρκο έσφυζε από ζωή εκείνο το πρωινό. Ήταν νωρίς, κι όμως ήδη οι δρομείς είχαν γεμίσει τα μονοπάτια, τα ποδήλατα σφύριζαν στις στροφές, οι κορμοί των δέντρων έριχναν σκιές πάνω σε κορμιά που διασταυρώνονταν σε αθόρυβα περάσματα.
Εκείνος έτρεχε σταθερά, με ρυθμό που πρόδιδε εμπειρία: αναπνοή ήρεμη, βήματα μετρημένα, βλέμμα μπροστά. Ένας άντρας με γερή πλάτη και ώμους που είχαν μάθει να αντέχουν βάρος. Είχε φτάσει στην πόλη για λίγες εβδομάδες, για ένα πρόγραμμα φυσικής αποκατάστασης — ήταν πρώην αθλητής, τώρα προπονητής, από κάπου στη Σκανδιναβία.
Εκείνη ήταν ήδη στο πάρκο όταν εκείνος εμφανίστηκε για πρώτη φορά. Έκανε διαλειμματική προπόνηση, με λάστιχα και σπριντ στις ανηφόρες. Είχε σφιχτό κορμί, μάτια φωτεινά, μαλλιά πιασμένα κότσο, και μια αύρα συγκέντρωσης που κρατούσε τους περισσότερους μακριά.
Την πρόσεξε αμέσως. Τον είδε να την παρατηρεί, αλλά δεν έδωσε σημασία. Ώσπου άρχισαν να συναντιούνται κάθε μέρα...
Μια μέρα, μετά από έναν αγώνα βλέμματος που κράτησε πιο πολύ απ’ το συνηθισμένο, της έγνεψε. Εκείνη χαμογέλασε.
Άρχισαν να τρέχουν μαζί. Δεν μιλούσαν πολύ στην αρχή. Δεν ήξεραν ακριβώς πώς. Τα σπασμένα τους αγγλικά δε βοηθούσαν.
Κάθε πρωί, την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο. Έτρεχαν μαζί. Έκαναν ασκήσεις, γέλαγαν, πείραζε ο ένας τον άλλο. Η ένταση μεγάλωνε. Τα κορμιά τους πλησίαζαν επικίνδυνα, οι σιωπές τους ήταν γεμάτες ερωτήσεις. Όταν ο ιδρώτας σμίγει με τον χτύπο της καρδιάς, οι λέξεις περιττεύουν.
Μια φορά έβρεχε. Δεν σταμάτησαν. Έτρεξαν ως το τέλος της διαδρομής και στάθηκαν κάτω από ένα δέντρο, λαχανιασμένοι. Τη φίλησε. Εκείνη δεν αντιστάθηκε.
Όμως ο χρόνος δεν τους ανήκε. Εκείνος έπρεπε να φύγει. Εκείνη έπρεπε να μείνει.
Στην αρχή προσπάθησαν. Βιντεοκλήσεις, μηνύματα, φωτογραφίες από τις διαδρομές τους σε άλλα πάρκα, σε άλλες χώρες. Αλλά οι ώρες δεν ταίριαζαν. Οι υποχρεώσεις μεγάλωναν. Οι φωνές τους γίνονταν όλο και πιο απομακρυσμένες. Κάποια στιγμή, εκείνος σταμάτησε να απαντά αμέσως. Εκείνη, κουρασμένη, έπαψε να στέλνει πρώτη.
Δεν μάλωσαν. Απλώς έσβησαν σιγά.
Κάθε φορά που εκείνη τρέχει στο πάρκο, σκέφτεται πού να είναι. Αν ακόμα τρέχει. Αν θυμάται.
Φοράει τα ίδια παπούτσια, κρατά το ίδιο ρολόι. Και μερικές φορές, όταν παίρνει τη στροφή κοντά στο ποτάμι, ο άνεμος της φέρνει ένα άρωμα που μοιάζει με τον ιδρώτα του.
Ή μπορεί απλώς να το φαντάζεται.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)