Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

δια χειρός 'γυμνών καλωδίων'...με άγγιξε!

Κάποιος να μου πει
Γιατί εκεί ψηλά τα σύννεφα σκεπάζουν το γαλάζιο
Γιατί εκει πάνω τα άστρα είναι σβηστά
Γιατί όταν βρέχει δεν μπορώ να σε κοιτάζω
Κάποιος να μου πει Γιατί βλέπω σκιές
Γιατί τα μάτια μου δακρύζουν μα δεν κλαίνε
Αν οι ποιήτριες της Γης είναι νεκρές
Και αν οι λέξεις που ζωγράφισαν τις καίνε
Δεν είναι ανάγκη να μου πεις πως μ’ αγαπάς
Δεν είναι ανάγκη να μου δείξεις πως σε χάνω
Ήθελα μόνο να σε κάνω να γελάς
Μα εσύ δεν άντεξες να δώσεις παραπάνω
Μπορεί οι ποιήτριες της Γης να ‘ναι νεκρές
Μπορεί και να φυγαν σε κάποια κρύα Δύση
Μπορεί να ανήκουν σε φαντάσματα του χθες
Κι ίσως κανείς να μη τις έχει συναντήσει
Κάποιος να μου πει
Γιατί η στιγμή περνά
Πριν σ’ αγαπήσω θα χω ήδη πια γεράσει
Θα χω ριτίδες κάτασπρα μαλλιά
Και κάτι στίχους που θα χουν ξεθωριάσει
Κάποιος να μου πει
Γιατί βλέπω σκιές
Γιατί τα μάτια μου δακρύζουν μα δεν κλαίνε
Αν οι ποιήτριες της Γης είναι νεκρές
Και αν οι λέξεις που ζωγράφισαν τις καίνε
Δεν είναι ανάγκη την πλάτη να γυρνάς
Μη παριστάνεις πως δεν μ’ έχεις αγαπήσει
Δεν θα ‘ναι αλήθεια έτσι απλά να περπατάς
Πάνω στα κάστρα που με κόπο είχα χτίσει
Μπορεί οι ποιήτριες της Γης να ‘ναι νεκρές
Μπορεί και να φυγαν σε κάποια κρύα Δύση
Μπορεί να ανήκουν σε φαντάσματα του χθες
Κι ίσως κανείς να μη τις έχει συναντήσει
Μπορεί οι ποιήτριες της Γης να ‘ναι νεκρές
Μπορεί και να φυγαν σε κάποια κρύα Δύση
Μπορεί να ανήκουν σε φαντάσματα του χθες
Κι ίσως κανείς να μη τις έχει συναντήσει
Κι ίσως κανείς να μη τις έχει συναντήσει

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

θερινό σινεμά

Ο εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες δεν παιζόταν σε cocooning περιβάλλον με πολυσυστήματα ήχου και αναπαυτικά καθίσματα, αλλά σε ένα παρακμιακό σινεμαδάκι με μισογκρεμισμένους μαντρότοιχους και ακάλυπτους πολυκατοικιών τριγύρω που απλώνονταν σα βρωμερά φαντάσματα με μια περίεργη ησυχία τις μεταμεσονύχτιες ώρες.

Και η επιστροφή ήταν ανάμεσα σε μια περίεργη ησυχία επίσης, σε δρόμους άδειους που μπορούσες εύκολα να ξαπλώσεις καταμεσής, σαν την αμερικάνικη ταινία, δε θυμάμαι ποια....εκείνη που ο πρωταγωνιστής ξάπλωσε καταμεσής της λεωφόρου γυρίζοντας από τη βόλτα του αργά μετά τα μεσάνυχτα!

Οι γάτες που διέσχιζαν βιαστικά τους δρόμους ανάμεσα από το ταχύ βήμα μας κοιτώντας τρομαγμένες ήταν οι μόνες που τάραζαν την ησυχία της βραδιάς. Πίστευες πως από φόβο και μόνο θα επιτεθούν σα γατίσιοι Freddy Crugers...

Ήταν διαφορετικά! Και μου άρεσε λίγο ακόμη.

Αναζητώ κάτι παρόμοιο στα παραπέρα προάστια που μετατρέπουν τα σχολεία κατα το κλείσιμο σε ήσυχους θερινούς κινηματογράφους. Με τραπεζάκια σκόρπια ανάμεσα στις καρέκλες που βολεύει να ακουμπάς τη δροσερή μπύρα ενώ σου έρχονται οι μυρωδιές από τα καλαμάκια-σουβλάκια που ψήνονται. Και κατα το διάλειμα (αχ τι ωραίο που είναι το διάλειμα) δεν αντέχεις και 'χτυπάς' κανα-δυο να φας!

Άντε να δούμε πόσο καιρό ακόμη θα παραμείνει το μέρος εδώ, αρκετά ήσυχο, αρκετά πράσινο κι αρκετά δροσερό....σα θερινό σινεμά!

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

οι κακιασμένοι....

Όλα μπορώ να τα αντέξω εκτός από την καθαρή κακία. Όλα τα ελαττώματα μπορώ να συγχωρέσω εκτός από αυτό. Τι σοκαριστικό να βλέπεις κακιασμένους ανθρώπους. Έχουμε καταλήξει πως η ηλιθιότητα είναι αήτητη αλλά η κακία? Υπάρχει κάποιος που να διαπραγματεύεται την κακία του, να τη συζητά, να την επαναπροσδιορίζει, να την προσπερνά? Ίσως ένας κακιασμένος κάνει λίγο πίσω αν αντιληφθεί πως δεν τον παίρνει, κάτι που δεν κάνει ένας ηλίθιος με μυαλό κολλημένο με στόκους αλλά πιστεύω πάντα περιμένει το κατάλληλο έδαφος που η κακία του θα σπείρει όλους τους καρπούς της...
Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό σαν διαχωρισμός σε κατηγορίες για τύπους, τύπισσες και τυπάκια βουτηγμένα στην κακία, είναι σε φανερούς και αφανέρωτους. Οι φανεροί το έχουν τιμή και καμάρι ένα πράμα, θεωρούν ανώτερο είδος τον εαυτό τους και οι αφανέρωτοι, απλά είναι αφανέρωτοι μέχρι να σου πουν 'στην έφερα...ας πρόσεχες!'.

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

μικρή απόδραση...




Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να γράψω. Ο αέρας γύρω μου είναι τόσο απόλυτος. Τι έκφραση είναι αυτή? ΑΠΟΛΥΤΟΣ….ναι! Πώς να περιγράψεις διαφορετικά την τελειότητά του. Δροσερός και περιεκτικός σε ρανίδες θάλασσας . Μια ξαστερότητα που σου δίνει την ευκαιρία να απολαμβάνεις ‘απόλυτα’ τα βεραμάν νερά….αρκετά προς το βεραμάν αυτή τη στιγμή.


Περιμένω…..Γιατί νιώθω τόσο όμορφα που περιμένω? Γιατί το να περιμένεις εδώ ίσως είναι δώρο. Τράβηξα μερικές φωτογραφίες. Μόνο αυτές μπορεί να σταθούν αποδεικτικό στοιχείο της αλήθειας μου. Της αντικειμενικότητας της άποψής μου αυτή τη στιγμή.


Τόση τάξη στις λευκές και χόρτινες ομπρέλες…τόσοι άνθρωποι όσοι για να πιστεύεις πως έτσι είναι η σωστή αναλογία ανθρώπων ανα περιοχή. Ακόμη και το κορίτσι που εργάζεται αυτή τη στιγμή πρέπει να νιώθει όμορφα. Καθαρίζει τραπέζια και καρέκλες…αλλά κανείς δεν την ενοχλεί. Ακούει μουσική και την φυσάει η καλύτερη αύρα που έχω νιώσει εδώ και πολύ καιρό. Οι ήχοι απρόσμενοι. Δεν περίμενα τόσα τζιτζίκια….δεν περίμενα τόσες μυρωδιές. Είναι πολύ καλύτερα εδώ από τότε που έμεινα το 2001.


Όλα καλά….Μουσική και κόσμος. Εισέρχονται εκλεκτοί σιγά-σιγά.


Ήθελα να γράψω πολλά και να αναλύσω. Πολλά νέα του τελευταίου καιρού μου. Πλούσιο δελτίο αλλά….μπά!!! Δε νομίζω πως έχει σημασία να γράψω. Καλά και κακά δεν με αναστατώνουν πια. Ξέρω να κρατάω χαρακτήρα. Νομίζω ισορρόπησα λίγο και είμαι αρκετά ικανοποιημένη με την πρόοδο όλων μας.


Tώρα η daffy ήρθε κι έδεσε…παραπάνω ανατριχίλα στο κορμί μου. Αν δε ντρεπόμουν θα είχα ήδη γύρει σε αυτόν τον καναπέ με τα πορτοκαλί μαξιλάρια. Θέλω να έρθουμε αύριο εδώ αλλά τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Παρασκευή 5 η ώρα δεν μοιάζει με καμιά άλλη ώρα…όμως έρθω, δεν έρθω, ξέρω….είναι όμορφα εδώ. Είναι δικό μου μέρος, καταφύγιο του νου και της ψυχής μου και με περιμένει. Με καλεί ευπρόσδεκτα με ένα χαμόγελο για να μου απαλύνει τα πάντα. Τα πάντα που βαραίνουν έστω κι αν φεύγουν σιγά-σιγά.


Κάποτε ένιωθα άσχημα όταν γευόμουν μικρά κομμάτια ευτυχίας. Τώρα το θυμάμαι και μάλλον η θύμηση είναι που με κάνει λίγο άβολη…..
Ναι μωρέ…εξάλλου δεν είναι πολύ να νιώθεις ευτυχής με κάτι που για άλλους είναι η απλή καθημερινότητά τους…………….
(Το κείμενο γράφτηκε μια άλλη στιγμή...κι όχι τη στιγμή της δημοσίευσής του)

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009

ζελέ, δροσιστικό γλυκό

Η Χ ως άλλη Αλίκη περιπλανήθηκε στο λιβάδι κι έπεσε στη μεγάλη τρύπα μέσα. Και βυθιζόταν, βυθιζόταν και παρατηρούσε τα τοιχώματα της ατέλειωτης μαύρης τρύπας που δεν είχε τίποτα γύρω να πιαστεί. Και φοβήθηκε πως την περιμένει στο τέλος ο θίασος του παραλόγου αλλά τώρα πια δυο πράγματα τη ένοιαζαν. Πρώτον να μη χτυπήσει και δεύτερον να ευχαριστηθεί την παράσταση που θα εκτυλιχθεί μπρος τα μάτια της. Θυμόταν το βιβλίο. Ήταν εξάλλου το πρώτο της. Αυτό που την έβαλε στο θαυμαστό κόσμο της σκέψης. Θυμόταν τις παγίδες και ναι! τώρα δεν θα πέσει μέσα. Κι όπως περνούσαν οι σκέψεις αυτές από το μυαλό της ενώ βυθιζόταν, προσγειώθηκε ευχάριστα σε ένα τραμπολίνο κι άρχισε να κάνει πάνω-κάτω ασταμάτητες βόλτες. Αυτό ήταν λοιπόν το τέλος της τρύπας. Και σκέφτηκε πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Και πως κάτι απροσδιόριστο κι εξωπραγματικό ώθησε το χέρι του ανθρώπου που της διάλεξε αυτό το βιβλίο. Γιατί ήταν το πρώτο της κι αυτά που έγραφε ήταν πολύ σχετικά με αυτά που θα ζούσε στη ζωή της.
Απλά τώρα ήταν έτοιμη για όλα. Το βιβλίο ήταν γνώση και δε φοβόταν πια τα τέρατα που ξεπηδούν από τη στροφή...
Μυαλό-ζελεδάκι κανείς?